ἀραχνοειδής

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραχνοειδής Medium diacritics: ἀραχνοειδής Low diacritics: αραχνοειδής Capitals: ΑΡΑΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arachnoeidḗs Transliteration B: arachnoeidēs Transliteration C: arachnoeidis Beta Code: a)raxnoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰρ], ές, like a cobweb, of the scum of urine, λιπαρότητες Hp.Prog.12; also used of a feeble pulse, Gal.19.411; of capillary veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; ἀπόφυσις -εστάτη ib.366; ἀ. χιτών in Medic., older name for the ἀμφιβληστροειδὴς χ. (q.v.), i.e. the retina, Herophil. ap. Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153; but distinguished from it by Gal.10.47.

Spanish (DGE)

-ές
1 aracnoide, como telaraña λιπαρότης en la orina, Hp.Prog.12, de las ramificaciones de los vasos capilares, Gal.2.808, de las nerviosas, Gal.2.400, cf. Aristid.Quint.89.14, ἀπόφυσις ... ἀραχνοειδεστάτη Gal.2.366, ἀ. χιτών de la retina del ojo, Gal.10.47, Herophil. en Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153
en ciertas plantas χνοῦς Dsc.3.16.
2 fig. como telaraña, débil del pulso, Gal.19.411.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραχνοειδής: -ές, ὅμοιος ἱστῷ ἀράχνης, ἐπὶ τοῦ ἀφροῦ τῶν οὔρων, Ἱππ. Προγν. 40· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν τριχοειδῶν ἀγγείων ἢ νεύρων, Γαλην. 2. 808, ἐν τῇ Ἰατρ. 366· ἀραχνοειδής χιτών ὁ ἄλλως ὑαλοειδὴς ἢ ἀμφιβληστροειδὴς χιτών καλούμενος, Greenhill, Ueofil. s. 164. 7.

Greek Monolingual

(AM ἀραχνοειδής, -ές)
Ι. όμοιος με ιστό αράχνης
νεοελλ.
1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού
2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου
II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή
ομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)
αρχ.
(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.

German (Pape)

ές, spinnenartig, Ael. H.A. 8.16.