ἀραχνοειδής
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ᾰρ], ές, like a cobweb, of the scum of urine, λιπαρότητες Hp.Prog.12; also used of a feeble pulse, Gal.19.411; of capillary veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; ἀπόφυσις -εστάτη ib.366; ἀ. χιτών in Medic., older name for the ἀμφιβληστροειδὴς χ. (q.v.), i.e. the retina, Herophil. ap. Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153; but distinguished from it by Gal.10.47.
Spanish (DGE)
-ές
1 aracnoide, como telaraña λιπαρότης en la orina, Hp.Prog.12, de las ramificaciones de los vasos capilares, Gal.2.808, de las nerviosas, Gal.2.400, cf. Aristid.Quint.89.14, ἀπόφυσις ... ἀραχνοειδεστάτη Gal.2.366, ἀ. χιτών de la retina del ojo, Gal.10.47, Herophil. en Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153
•en ciertas plantas χνοῦς Dsc.3.16.
2 fig. como telaraña, débil del pulso, Gal.19.411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχνοειδής: -ές, ὅμοιος ἱστῷ ἀράχνης, ἐπὶ τοῦ ἀφροῦ τῶν οὔρων, Ἱππ. Προγν. 40· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν τριχοειδῶν ἀγγείων ἢ νεύρων, Γαλην. 2. 808, ἐν τῇ Ἰατρ. 366· ἀραχνοειδής χιτών ὁ ἄλλως ὑαλοειδὴς ἢ ἀμφιβληστροειδὴς χιτών καλούμενος, Greenhill, Ueofil. s. 164. 7.
Greek Monolingual
(AM ἀραχνοειδής, -ές)
Ι. όμοιος με ιστό αράχνης
νεοελλ.
1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού
2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου
II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή
ομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)
αρχ.
(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.
German (Pape)
ές, spinnenartig, Ael. H.A. 8.16.