ἀφραίνω

From LSJ
Revision as of 14:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφραίνω Medium diacritics: ἀφραίνω Low diacritics: αφραίνω Capitals: ΑΦΡΑΙΝΩ
Transliteration A: aphraínō Transliteration B: aphrainō Transliteration C: afraino Beta Code: a)frai/nw

English (LSJ)

(ἄφρων) to be foolish, Il.2.258,7.109, Od.20360, Phoc. 5.—Poet. and Hp.Gland.12; later as a philosophic term, Chrysipp.Stoic.3.166, Plu.2.1037d, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.

Spanish (DGE)

1 desvariar, ser un necio σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι Il.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος Od.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.D.36.355
de una ciudad πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.
2 ser necio, ignorante en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.Stoic.3.166, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.

German (Pape)

[Seite 414] (entst. ἀφρανιώ, φρήν, ἄφρων), unvernünftig, thöricht sein, Il. 2, 258 Od. 20, 360 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 10. Bei Hippocr. nach Galen. auch ἀφράζω; Hesych. ἀφράσσει, ἀσυνετεῖ

French (Bailly abrégé)

c. ἀφραδέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφραίνω: (ἄφρων) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, ἀνοηταίνω, Ἰλ. Β. 258., Η. 109, Ὀδ. Υ. 360, Φωκυλ. 5. ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρὰ μεταγ. ὡς φιλοσοφ. ὅρος, Πλούτ. 2. 1037D, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 94· ― ὁ τύπος ἀφράζω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ὑπὸ Γαληνοῦ, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ὑπάρχοντι κειμένῳ.

English (Autenrieth)

(φρήν): be senseless, mad, foolish.

Greek Monolingual

ἀφραίνω (Α) άφρων
1. είμαι ή γίνομαι ανόητος
2. ενεργώ απερίσκεπτα.

Greek Monotonic

ἀφραίνω: (ἄφρων), είμαι ανόητος, άφρων, αναίσθητος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφραίνω: Hom., Plut., Sext. = ἀφραδέω.

Middle Liddell

ἄφρων
to be silly, senseless, Hom.