ἐναγισμός
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ο, A offering to the dead, CIG1976 (Thessalonica), 3645 (Lampsacus), J.AJ19.4.6 (pl.), Plu.Pyrrh.31, D.C.77.12. II generally, sacrifice, in plural, J.BJ1.1.1, al.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ofrenda funeraria, sacrificio cultual
a) en el culto a los muertos en gener. ἐναγισμοὺς τοῖς ἀποθανοῦσιν ἐπιτελεῖν D.H.Th.18.6, cf. Plu.Pyrrh.31, ἐναγισμοὺς τοῖς τεθνηκόσι ποιεῖν Plu.2.272d, ἐπὶ τοῖς ἐν τῇ Ῥώμη τεθνηκόσιν D.C.67.9.6, cf. 77.12.6, ὁ δᾶμος τὰν ἐνταφὰν καὶ τὸν ἐναγισμόν Ἰατροκλεῖ IByzantion 316.3 (heleníst.), cf. ILampsakos 23.2 (I/II d.C.)
•c. gen. obj. Ἡφαιστίωνος ἐ. sacrificio en honor de Hefestión Plu.Alex.72, τοῦ ὑοῦ IEphesos 3803b.2 (IV d.C.);
b) a héroes τὸν ἐναγισμὸν τῷ ἥρῳ ἐπιτελεῖν Hld.2.35.2, cf. 34.7
•c. gen. obj. τοῦ ἥρωος Hld.4.20.3, ὁ τῶν Νηληιδῶν ἐ. sacrificio en honor de los hijos de Neleo Str.6.1.15
•c. dat. y gen. de la ofrenda εἰς ἐναγισμὸν Ἀριστομένει ταύρου SEG 23.207.13 (Mesene I a./d.C.);
c) a la divinidad τούς τ' ἐναγισμοὺς ἀποδοῦναι τῷ θεῷ I.BI 6.97, cf. 1.148.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, das Darbringen eines Todtenopfers, das Opfer selbst; τῷ παιδὶ τελεῖν Plut. Pyrrh. 31, u. öfter ποιεῖσθαι; vgl. Ath. IX, 410 a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cérémonie funèbre, sacrifice expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορὰ εἰς τὰς σκιὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentatio, Συλλ. Ἐπιγρ. 1976, 3645, Πλουτ. Πύρρος 31, Δίων Κ. 67, 9, κτλ.
Greek Monolingual
ἐναγισμός, ο (AM)
1. προσφορά θυσίας σε νεκρούς ή ήρωες
2. γεν. θυσίες, προσφορές συνήθ. στον πληθ..
Greek Monotonic
ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορά στα πνεύματα των νεκρών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰγισμός: ὁ жертвоприношение теням усопших, заупокойная жертва (τιμᾶν τεθνηκότα καὶ γεραίρειν ἐναγισμοῖς Plut.).
Middle Liddell
ἐνᾰγισμός, ὁ, n [from ἐναγίζω
an offering to the manes, Plut.