ἐνρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 14:07, 7 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνρήγνῡμι Medium diacritics: ἐνρήγνυμι Low diacritics: ενρήγνυμι Capitals: ΕΝΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enrḗgnymi Transliteration B: enrēgnymi Transliteration C: enrignymi Beta Code: e)nrh/gnumi

English (LSJ)

A break into:—Pass., discharge itself into, ἐς ἔντερον Aret. SA1.10. II intr. in pf. part. Act. ἐνερρωγώς, υῖα, ός, broken, κλῖναι IG11(2).199B90 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐρρ- Gal.18(2).347, M.Ant.6.20, Hld.1.12.2
I tr. romper en o con c. dat., en v. pas. κεφαλὴν ... τοῖς ... λίθοις ἐνραγεῖσαν Lib.Or.1.216, σιδήρῳ τεθηγμένῳ ἐνρηγνύμενος Ast.Am.Hom.8.23.2, abs. (ναῦς) ἐρραγεῖσα Gal.l.c.
II intr.
1 en part. perf. act. estar roto ἐνερρωγυῖαι κλῖναι IG 11(2).199B.90 (III a.C.).
2 de un fluido descargarse dentro ἢν (τὸ πῦον) ... ἐς ἔντερον ἐνραγῇ Aret.SA 1.10.5 (cód.).
3 en v. med.-pas. chocar, entrechocarse τῇ κεφαλῇ ἐρραγεὶς πληγὴν ἐποίησεν M.Ant.l.c., (ἵπποι δ' αὖτε κύνες) ζωοῖσι ... αἰὲν ἐνερρήγνυντο Q.S.13.460, cf. 14.518.
4 fig., en v. med.-pas. estallar, explotar ὡς ὀργῆς εἶχον ἐρραγείς Hld.l.c.

German (Pape)

[Seite 851] (s. ῥήγνυμι), einreißen, einbrechen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνρήγνυμι: μέλλ. ἐνρήξω, ἐν παθ. φωνῇ, βίᾳ εἰσπίπτω, εἰσορμῶ, ἢν ἐς ἔντερον ἐνραγῇ (τὸ πῦον) Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 10˙ - ῥήγνυμαι κατά τινος, Ἰω. Χρύσ. τ. 6. 536.

Greek Monolingual

ἐνρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. ἐνρήγνυμαι
α) (για υγρό) εισχωρώ, αδειάζω ορμητικά μέσα σε κάτι
β) εκρήγνυμαι εναντίον κάποιου.