ζωστός

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωστός Medium diacritics: ζωστός Low diacritics: ζωστός Capitals: ΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: zōstós Transliteration B: zōstos Transliteration C: zostos Beta Code: zwsto/s

English (LSJ)

ή, όν, girded, ὑπένδυμα Plu.Alex.32, cf.X.Eph.1.2, Hsch.s.v. ζῶστρα.

German (Pape)

[Seite 1145] gegürtet, umzugürten, ἐπένδυμα Plut. Al. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
serré autour du corps.
Étymologie: adj. verb. de ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] omgord, rondom ingesnoerd.

Russian (Dvoretsky)

ζωστός: [adj. verb. к ζώννυμι надеваемый на талию, опоясывающий (ἐπένδυμα τῶν Σικελικῶν Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωστός, -ή, -όν)
ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή
τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε -τός του ρ. ζώννυμι που αντιστοιχεί στο αβεστ. yā-sta-, λιθ. juostas και ανάγεται σε IE iōs-tos «ζωσμένος»].

Greek Monotonic

ζωστός: -ή, -όν (ζώννυμι), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει ζώνη ή λωρίδα υφάσματος γύρω από τη μέση του, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστός: -ή, -όν, (ζώννυμι) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.

Middle Liddell

ζωστός, ή, όν ζώννυμι
girded, Plut.