βολίτινος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
η, ον, of cow-dung, Ar.Ra.295; σκέλος Cratin.inc.17 Mein.
Spanish (DGE)
-η, -ον de estiércol σκέλος ref. a la Empusa, Ar.Ra.295.
German (Pape)
[Seite 452] aus Koth, Ar. Ran. 295.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de fiente de vache, de bouse.
Étymologie: βόλιτον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βολίτινος -η -ον βόλιτον van koeienmest.
Russian (Dvoretsky)
βολίτῐνος: (λῐ) навозный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βολίτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ κόπρου βοῶν κατεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Βατρ. 295.
Greek Monolingual
βολίτινος, -η, -ον (Α) βόλιτον, -ος]
ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών.
Greek Monotonic
βολίτινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κοπριά βοδιών, σε Αριστοφ.