βαρύγουνος

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγουνος Medium diacritics: βαρύγουνος Low diacritics: βαρύγουνος Capitals: ΒΑΡΥΓΟΥΝΟΣ
Transliteration A: barýgounos Transliteration B: barygounos Transliteration C: varygounos Beta Code: baru/gounos

English (LSJ)

ον, heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.

German (Pape)

[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.

Greek Monolingual

βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].

Greek Monotonic

βᾰρύγουνος: -ον (γόνυ), αυτός που έχει βαριά γόνατα, οκνηρός, σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

γόνυ
heavy-kneed, lazy, Call.