νεοσσεύω

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσεύω Medium diacritics: νεοσσεύω Low diacritics: νεοσσεύω Capitals: ΝΕΟΣΣΕΥΩ
Transliteration A: neosseúō Transliteration B: neosseuō Transliteration C: neosseyo Beta Code: neosseu/w

English (LSJ)

Att. νεοττεύω, Ion. and Hellenistic νοσσεύω, A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699. 2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα = as many species of birds as had their nests, Hdt.1.159.

German (Pape)

[Seite 244] s. das att. νεοττεύω u. das ion. νοσσεύω.

French (Bailly abrégé)

1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσεύω: атт. νεοττεύω
1) высиживать, выводить (γένος Arph.);
2) вить гнездо Arst.: νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα Her. гнездящиеся виды птиц.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσεύω: Ἀττ. νεοττεύω, ἐπῳάζω, κλωσσῶ, ἢ ἐκκολάπτω νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) κατασκευάζω φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον νοσσεύω, καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι νενοσσευμένα, ἀλλ’ εἶναι ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.

Greek Monolingual

(ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) νεοσσός
κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς
μσν.
μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ
μσν.-αρχ.
(κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι
φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.)
αρχ.
κατασκευάζω νεοσσιά, φτιάχνω φωλιά.

Greek Monotonic

νεοσσεύω: (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω,
1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ.
2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νεοσσεύω, νεοσσός
1. to hatch, Ar.
2. to build a nest:—Pass., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests built, Hdt.