κηριτρεφής

From LSJ
Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηριτρεφής Medium diacritics: κηριτρεφής Low diacritics: κηριτρεφής Capitals: ΚΗΡΙΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: kēritrephḗs Transliteration B: kēritrephēs Transliteration C: kiritrefis Beta Code: khritrefh/s

English (LSJ)

ές, τρέφω) born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.

Russian (Dvoretsky)

κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).

Greek Monolingual

κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότηταὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής, υδατοτρεφής].

Greek Monotonic

κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.

Middle Liddell

κηρι-τρεφής, ές τρέφω
born to misery, Hes.