παραείδω

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείδω Medium diacritics: παραείδω Low diacritics: παραείδω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΔΩ
Transliteration A: paraeídō Transliteration B: paraeidō Transliteration C: paraeido Beta Code: paraei/dw

English (LSJ)

sing beside or to one, τινι Od.22.348.

German (Pape)

[Seite 478] dabei singen, Einem vorsingen, τινί, Od. 22, 348.

French (Bailly abrégé)

chanter auprès de, accompagner en chantant, τινι.
Étymologie: παρά, ἀείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αείδω, later παρᾴδω zingen bij.

Russian (Dvoretsky)

παραείδω: (перед кем-л.) петь, напевать (τινὶ ὥστε θεῷ Hom.).

English (Autenrieth)

sing beside or before; τινί, Od. 22.348†.

Greek Monolingual

και παρᾴδω Α
1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον
2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].

Greek Monotonic

παραείδω: τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραείδω: ᾄδω παρά τινι ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε Θεῷ Ὀδ. Χ. 348.

Middle Liddell


to sing beside or to one, c. dat., Od.