παρανίστημι

From LSJ
Revision as of 15:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίστημι Medium diacritics: παρανίστημι Low diacritics: παρανίστημι Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: paranístēmi Transliteration B: paranistēmi Transliteration C: paranistimi Beta Code: parani/sthmi

English (LSJ)

fut. -αναστήσω, A set up beside, Ath.4.156c. II Med. with aor. 2 Act., stand up beside, J.BJ2.21.1.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἵστημι), daneben aufrichten, μετέωρον ἑαυτὸν παραναστήσας, Ath. IV, 156 c. – Im med. u. intr. tempp. dabei aufstehen, Plut. Dem. 9; Ios.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρανέστην et Moy. παρανίσταμαι;
se lever auprès.
Étymologie: παρά, ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

παρανίστημι: (aor. 2 παρανέστην) подниматься, вставать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον, Ἀθήν. 156C. II. Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀνίσταμαι πλησίον, Πλουτ. Δημ. 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 21, 1.

Greek Monolingual

Α ανίστημι
1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.)
2. μέσ. παρανίσταμαι
(αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον.

Greek Monotonic

παρανίστημι: μέλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον — Μέσ., με Ενεργ. αορ. βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω
to set up beside: Mid. with aor2 act. to stand up beside, Plut.