περίζωμα

From LSJ
Revision as of 21:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίζωμα Medium diacritics: περίζωμα Low diacritics: περίζωμα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΜΑ
Transliteration A: perízōma Transliteration B: perizōma Transliteration C: perizoma Beta Code: peri/zwma

English (LSJ)

ατος, τό, girdle worn round the loins, PRev.Laws94.7 (iii B. C.), Plu.Rom.21 (in form περί-ζωσμα), Poll.7.65, etc.; worn by athletes, Paus.1.44.1; by priests, Plu.Aem.33; by smiths, Arr. Epict.4.8.16; ἔχειν π. wear the apron, of a cook, Hegesipp.Com.1.7: hence οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Plu.2.182d; ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος practise an art with the apron on. i.e. merely with the outward appendage of an art, superficially, D.H.Din.1; of soldiers, underclothing, ἐν περιζώμασιν, opp. ἐν θώραξι, Plb.6.25.3.

German (Pape)

[Seite 576] τό, das, womit man sich umgürtet, Gurt, auch Schurzfell, Schürze, wie sie die Schmiede, Köche, Gastwirthe hatten, Ath. VII, 290; Arr. Ep. 4, 8; Plut. reipubl. ger. praec. 28. Bei Pol. 6, 25, 3 ist ἐν περιζώμασιν ἐκινδύνευον ein bloßer Gurt, ohne schwere Rüstung, Ggstz ἐν θώραξι, vgl. 2, 9, 3; Plut. Aemil. P. 33. – Ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος oder περίζωμα ἔχοντα, auf handwerksmäßige, gemeine Weise oder oberflächlich üben, treiben; neben παρέργως, Hegesipp. bei Ath. a. a. O. (v. 7); D. Hal. de Din. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet dont on se ceint :
1 ceinture;
2 tablier.
Étymologie: περιζώννυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίζωμα en περίζωσμα -ατος, τό [περιζώννυμι] gordel; Plut. Rom. 21.7; schort. Plut. Aem. 33.2.

Russian (Dvoretsky)

περίζωμα: ατος τό
1) пояс Plut., Polyb.;
2) передник, фартук Plut.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α περιζώννυμι
κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος του σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα
νεοελλ.
1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος του πλοίου, δίπλα στην ίσαλο γραμμή, για να το προστατεύει από προσκρούσεις κατά την επαφή του με την προβλήτα
2. κάθε στεφάνη ή ζώνη σε οικοδομή που χρησιμεύει για ενίσχυση ή για διακόσμηση
αρχ.
φρ.
1. «ἀσκῶ ἐκ περιζώματος» — έχω το εξωτερικό σημάδι μιας τέχνης, τήν ασκώ αδέξια και επιπόλαια
2. «ἐν περιζώματι κινδυνεύω» — πολεμώ ελαφρά οπλισμένος.

Greek Monotonic

περίζωμα: τό, φαρδιά ζώνη γύρω από τη μέση, ποδιά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίζωμα: τό, τὸ πέριξ τινὸς ἐζωσμένον, ζώνη περὶ τὴν ὀσφύν τινος ἢ «ποδιά», ὡς τὸ διάζωμα Ι. 1, Πλουτ. Ρωμ. 21, Πολυδ. Ζ΄, 65, κτλ.· ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Παυσ. 1. 44, 1· οἱ θύοντες ἱερεῖς, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· οἱ σιδηρουργοί, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 16· οἱ μάγειροι (ἴδε περιζώννυμαι)· ― ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ παροιμιώδεις φράσεις, ἔχω π., φορῶ ποδιάν, ἐπὶ τοῦ μαγείρου, ἔχων περίζωμα Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 7· οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Πλούτ. 2. 182D, ἔνθα ἴδε Wytt.· ἀσκῶ ἐκ περιζώματος, ἀσκῶ τέχνην τινὰ φορῶν τὸ περίζωμα, δηλ. ἁπλῶς τὸ ἐξωτερικὸν σημεῖον τῆς τέχνης ἔχω, ἀσκῶ αὐτὴν ἐπιπολαίως, Διον. Ἁλ. Δείναρχος 1· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, τὰ ὑπὸ τὴν πανοπλίαν φορούμενα ἐνδύματα, ἐν περιζώμασιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θώραξι, Πολύβ. 6. 25, 3.

Middle Liddell

περί-ζωμα, ατος, τό,
a girdle round the loins, apron, Plut.