σπινθαρίς

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπινθᾰρίς Medium diacritics: σπινθαρίς Low diacritics: σπινθαρίς Capitals: ΣΠΙΝΘΑΡΙΣ
Transliteration A: spintharís Transliteration B: spintharis Transliteration C: spintharis Beta Code: spinqari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= σπινθήρ, spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.

German (Pape)

[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.

Russian (Dvoretsky)

σπινθᾰρίς: ίδος (ῐο) ἡ HH = σπινθήρ.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του
2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες
σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του σπινθήρ, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα του πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].

Greek Monotonic

σπινθᾰρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, σπίθα, σπινθήρας, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = σπινθήρ
a spark, Hhymn.