συμπαρέχω

From LSJ
Revision as of 22:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέχω Medium diacritics: συμπαρέχω Low diacritics: συμπαρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: symparéchō Transliteration B: symparechō Transliteration C: symparecho Beta Code: sumpare/xw

English (LSJ)

assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.

French (Bailly abrégé)

procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέχω: тж. med.
1) вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2) одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).

Greek Monolingual

Α παρέχω
1. προξενώ επίσηςὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.

Greek Monotonic

συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.

Middle Liddell

fut. -παρέξω
to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.