τειχομαχέω

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομᾰχέω Medium diacritics: τειχομαχέω Low diacritics: τειχομαχέω Capitals: ΤΕΙΧΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: teichomachéō Transliteration B: teichomacheō Transliteration C: teichomacheo Beta Code: teixomaxe/w

English (LSJ)

fight the walls, i.e. conduct siege operations, Hdt.9.70, Th.7.79, X.HG1.1.14, etc.; τ. τινί Ar.Nu.481; πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Alc.28; τειχομαχεῖν δυνατοί skilled in conducting sieges, i.e. good engineers, Th.1.102: perhaps of defending a wall, App. Hann.92.

German (Pape)

[Seite 1081] um die Mauern oder um die Burg kämpfen, bes. belagern; Her. 9, 70; Ar. Nubb. 473; Thuc. 1, 102. 7, 79, Xen. Hell. 1, 1, 14; Sp., wie Hdn. 8, 4, 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 attaquer des ouvrages de défense, donner l'assaut;
2 particul. préparer ou diriger une attaque contre des ouvrages de défense.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

τειχομᾰχέω: штурмовать крепостные сооружения, вести осаду (τινι Arph. и πρός τινα Plut.): τ. δυνατοί Thuc. специалисты по штурму укреплений.

Greek (Liddell-Scott)

τειχομᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ προσβάλλω τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· πρός τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102.

Greek Monotonic

τειχομᾰχέω: μέλ. τειχομαχήσω, μάχομαι στα τείχη, δηλ. πολιορκώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τειχομαχέω τινί, σε Αριστοφ.· πρός τινα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τειχομᾰχέω, fut. -ήσω
to fight the walls, i. e. to besiege, Hdt., Thuc., etc.; τ. τινί Ar.; πρός τινα Plut. [from τειχομᾰ́χης]