χαλκοπαγής

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπᾰγής Medium diacritics: χαλκοπαγής Low diacritics: χαλκοπαγής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: chalkopagḗs Transliteration B: chalkopagēs Transliteration C: chalkopagis Beta Code: xalkopagh/s

English (LSJ)

ές, made of bronze, σάλπιγξ AP6.46 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1331] ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'airain.
Étymologie: χαλκός, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπᾰγής: сделанный из меди (σάλπιγξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπᾰγής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, σάλπιγξ Ἀνθ. Παλατ. 6. 46.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ-παγής, ὑδρο-παγής].

Greek Monotonic

χαλκοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκο-πᾰγής, ές πήγνυμι
made of brass, Anth.