ἐπίψογος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A exposed to blame, blameworthy, X.Lac.14.7, Plu. Comp.Cim.Luc.1; τὸ ἐ. Max.Tyr.18.9: neut. pl. ἐπίψογα, as adverb, Man.4.506. Adv. ἐπιψόγως = with blame, λέγεσθαι Plu.Comp.Dem.Cic. 3.
II Act., blaming, censorious, φάτις A.Ag.611.
German (Pape)
[Seite 1006] dem Tadel ausgesetzt, tadelnswerth, φάτις Aesch. Ag. 596; Xen. Lac. 14, 7 u. Sp. – Adv. ἐπιψόγως, Plut. Compar. Dem. et Cic. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable;
2 qui blâme.
Étymologie: ἐπί, ψόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίψογος:
1) достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;
2) порицающий: ἐ. φάτις Aesch. дурная слава.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίψογος: -ον, ἄξιος ψόγου, ἐπίμεμπτος, Ξεν. Λακ. 14. 7, Πλουτ. Σύγκρ. Κίμ. καὶ Λουκ. 1. ― Ἐπίρρ. -γως, μετὰ ψόγου, ἐπιμέμπτως, λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 3, Κλήμ. Ἁλ. 245. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπίψογον φάτιν, ψόγον φέρουσαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 611.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῖ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῖς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).
Greek Monotonic
ἐπίψογος: -ον, I. κατακριτέος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., επικριτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπί-ψογος, ον
I. exposed to blame, blameworthy, Xen.: —adv. -γως, Plut.
II. act. censorious, Aesch.