ἐπωθέω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
A push on, impel, ἐπὶ ῥίον ὦσεν ἄναξ h.Ap.382, cf. Arist.Mete. 370b23, Pr.915a2, Arr.Tact.16.13; ἐ. ὁρμήν Agatharch.14; παχὺν ἐ. τῷ σιδήρῳ τὸν κοντόν dub.l. in Plu.Crass.27. 2 Pass., of tumours, to be brought to a head, v.l. in Hp.Epid.7.105.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ὠθέω), dahin, dazu stoßen, drängen, ὄπισθεν Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐπώσω;
pousser sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ὠθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωθέω: (fut. ἐπώσω)1) толкать, ударять (ὄπισθεν Arst.);
2) втыкать, вонзать (κοντὸν εἴς τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωθέω: ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27·
Greek Monotonic
ἐπωθέω: μέλ. -ήσω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, μπήγω, σε Πλούτ.