ἐφιζάνω

From LSJ
Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιζάνω Medium diacritics: ἐφιζάνω Low diacritics: εφιζάνω Capitals: ΕΦΙΖΑΝΩ
Transliteration A: ephizánō Transliteration B: ephizanō Transliteration C: efizano Beta Code: e)fiza/nw

English (LSJ)

Acol. impf. ἐπίσδανον Alc.Supp.28.7:—Hom. only in Il., always in impf., sit at or in, δείπνῳ, αἰθούσῃσιν, 10.578, v.l. in 20.11; sit upon, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν 10.26; νώτοισιν ἐφίζανε Mosch.2.108: c. acc., θῶκον A.R.1.667: later also in prcs., χείλεσι ἀφρὸς ἐ. Aret.SA2.12; ἐ. τις ὥρα καὶ ῥυτίδι πρώτῃ Philostr.Im.2.1, cf. Porph.Antr.19, abs . . form a deposit, Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 1118] (s. ἱζάνω), sich dabei, daneben setzen; αἰθούσῃσιν ἐφίζανον Il. 20, 11, in den Hallen; δείπνῳ ἐφιζανέτην, beim Mahle, 10, 578; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε, setzte sich darauf, 10, 26; νώτοισιν Mosch. 2, 108; a. sp. D.; auch c. acc., θῶκον Ap. Rh. 1, 667. – In Prosa erst Sp., wie Philostr.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ἐφίζανον;
c. ἐφίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφιζάνω: (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ αὐτῷ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιζάνω: Ὅμηρ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ ἀείποτε κατὰ παρατ., κάθημαι εἰς, τὼ δὲ λοεσσαμένω... δείπνῳ ἐφιζανέτην Κ. 578: ― ἐπικάθημαι, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν Κ. 26· νώτοισιν ἐφίζανε Μόσχ. 2. 108· μετ᾿ αἰτ., θῶκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 667: ― ἀκολούθως ὡσαύτως κατ᾿ ἐνεστ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 12, Φιλόστορ. 810.

English (Autenrieth)

sit upon or at; δείπνῳ, Il. 10.578; met., ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν, Il. 10.26.

Greek Monolingual

ἐφιζάνω (ΑΜ)
κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
τοποθετώ, εγκαθιστώ
αρχ.
1. σχηματίζω ίζημα
2. (για έντομο) εγκαθίσταμαι, βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱζάνω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

ἐφιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακαθίζω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
to sit at or in a place, c. dat., Il.; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν sleep sate upon, Il.