ὠφελητέος
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
α, ον, A proper to be served, ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις X.Mem.3.6.3. II ὠφελητέον, one must serve, τὴν πόλιν ib.2.1.28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὠφελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν εἶναι ἀναγκαῖον ἢ πρέπον νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν αὐτόθι 2. 1, 28.
Greek Monotonic
ὠφελητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. απαραίτητος στην παροχή βοήθειας ή κατάλληλος να βοηθηθεί, σε Ξεν.
II. ὠφελητέον, αυτός που κάποιος πρέπει να βοηθήσει· τὴν πόλιν, στον ίδ.
Middle Liddell
ὠφελητέος, η, ον, verb. adj. of ὠφελέω
I. necessary or proper to be assisted, Xen.
II. ὠφελητέον, one must assist, τὴν πόλιν Xen.
German (Pape)
adj. verb. von ὠφελέω, was man fördern, dem man nützen muß, τὴν πόλιν ὠφελητέον od. ὠφελητέα ἡ πόλις, man muß dem Staate nützen, Xen. Mem. 2.1.28, 3.6.3.