σπάργανον
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
τό, (σπάργω) A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in plural, swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch.755, cf. 529,759, Ag. 1606; εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6 (Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων σπαργάνων = from the cradle, ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σπάργανα = a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence, 2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς . . μοι τὰ σ. Ar.Ach.431. II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 917] τό, Windel, für kleine Kinder; H. h. Merc. 151. 237; Pind. N. 1, 38 P. 4, 114; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588, vgl. Ch. 522; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, 744; Soph. O. R. 1035, ebenfalls im plur., wie Eur. immer; ἀπὸ νηπιότητος καὶ ἐκ πρώτων σπαργάνων, S. Emp. adv. math. 41; bei Ar. Ach. 406 = Lumpen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lange pour les enfants.
Étymologie: DELG apparenté à σπεῖρα, σπάρτον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάργανον -ου, τό [σπάργω] windsel, doek (om een pasgeboren kind mee in te wikkelen):; παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις ‘toen hij nog in de luiers lag’ Aeschl. Ch. 755; overdr..; ὄνειδος σπαργάνων ἀνειλόμην ik nam die schande mee vanuit de wieg Soph. OT 1035; uitbr.. τούτου δός... μοι τὰ σπάργανα geef me zijn lappen (van een voddig toneelkostuum) Aristoph. Ach. 431.
Russian (Dvoretsky)
σπάργᾰνον: τό
1) (преимущ. pl.) пелена, пеленка HH: παῖς ἐν σπαργάνοισι Aesch. дитя в пеленках, грудной младенец; ἐκ πρώτων σπαργάνων Sext. с пеленок, с младенческих лет;
2) pl. лохмотья, отрепье Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σπάργανον: τό, (σπάργω) ταινία μακρὰ καὶ πλατεῖα ἐν ᾖ περιτυλίσσονται τὰ νήπια, «φασκιά», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 151, 306, Πινδ. Ν. 1. 58· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σπάργανα, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, Πινδ. Π. 4. 202· παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Χο. 755, πρβλ. 529, 759, Ἀγ. 1606· εἰς σπάργανά μ’ αὐτὸς ἔθηκεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 314. 6· ἐκ πρώτων σπαργάνων, ab incunaburis, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41· τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα, καταγωγὴ ταπεινή, Ἡρῳδιαν. 7. 1· - ἐντεῦθεν, 2) παρὰ τοῖς Τραγικ., πᾶν ὅ,τι ἀναμιμνήσκει τινὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, τὰ σημεῖα ἐξ ὧν φαίνεται καὶ ἐξακριβοῦται ἡ καταγωγή τινος καὶ οἰκογένεια, Λατ. monumenta, crepundia, πρβλ. Brunck εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1035, Donat. Terent Eun. 4. 6, 15· ἴσως τῆς χρήσεως ταύτης γίνεται ὑπαινιγμὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 431, τούτου (ἐξυπακ. τοῦ Τηλέφου) δὸς ... μοι τὰ σπάργανα. ΙΙ. φυτόν τι, = ὠκιμοειδές, ἴδε Διοσκ. 4. 28.
English (Slater)
σπάργᾰνον swaddling clothes “τοί μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.
Greek Monotonic
σπάργᾰνον: τό (σπάργω), μακρύ και πλατύ ύφασμα στο οποίο τυλίγονται τα βρέφη, και στον πληθ. φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, σε Αισχύλ.· τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα σημάδια μέσω των οποίων ταυτοποιείται ένα πρόσωπο, Λατ. monumenta, crepundia, σε Σοφ., Αριστοφ.
Middle Liddell
σπάργᾰνον, ου, τό, σπάργω
a swathing band, and in plural swaddling-clothes, Hhymn., Pind.; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις Aesch.; tokens by which a person is identified, Lat. monumenta, crepundia, Soph., Ar.
Mantoulidis Etymological
τό (=φασκιά). Ἀπό τό ρῆμα σπάργω, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σπεῖρον, σπεῖρα, σπειρόω.
Παράγωγα: σπαργανόω -ῶ (=φασκιώνω), σπαργάνωμα, σπαργανωτέον.