δικαιολογία
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἡ, A plea in justification, Demad.7, Arist.Rh.Al.1438a25, LXX 2 Ma.4.44, PFlor.6.13 (iii A. D.): generally, pleading, Plb.3.21.3, al. II pl., forensic speeches, Arist.Rh.Al.1421b13, 1432b33.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
alegato, alegaciones, discurso de defensa o justificación
a) en cont. polít. ταῖς πίστεσι καὶ ταῖς δικαιολογίαις βεβαιῶσαι τὸν λόγον ἡμᾶς que nosotros apoyemos nuestra afirmación con pruebas y alegaciones Anaximen.Rh.1438a25, de los cartagineses justificando su actuación ante los romanos, Plb.3.21.3, cf. 20.9.7, Plu.2.866e, πρὸς Ἡρακλεώτας ἀποσταλεὶς πρεσβευτὴς ἐποιήσατο τὴν δικαιολογίαν IKeramos 6.19 (II a.C.), de dos ciudades litigantes en un juicio de arbitraje ἐκ τῆς ὑφ' ἑκατέρων γενηθείσης δικαιολογίας ICr.3.4.9.55, cf. 31 (Itanos II a.C.), de una ciudad ante otra, mediante decreto, Plu.Per.30, cf. Demad.87.7, Ps.Dicaearch.1.15;
b) en cont. forense αἱ περὶ τὰ συμβόλαια δικαιολογίαι los alegatos forenses relativos a contratos Anaximen.Rh.1421b13, cf. 1432b34, ἐξ ὧν δὲ προενήνεκτο καὶ παρανέγνω ἐπὶ τῆς δικαιολογίας y basado en cuanto había declarado y leído en su alegato (el abogado), PTor.Choachiti 12.4.33, cf. 12.9.4 (II a.C.);
c) en peticiones o alegaciones ante autoridades civiles παραθεμένου τὰς ὑπὲρ αὐτοῦ δικαιολογίας presentando las alegaciones que hablan en su favor, PLeit.8.11 (III d.C.), ante el comarca en una denuncia por robo PTeb.796.18 (II a.C.), ante autoridades eclesiásticas o relig. Ph.2.160, γνῶθι οὖν ἀσφαλῶς εἰ ἔχει τινὰ δικαιολογίαν καὶ σύνελθε ὁσίως averigua si su alegación es justa y asístela santamente, POxy.2193.25 (V/VI d.C.), cf. SB 7033.32 (V d.C.), δικαιολογίᾳ τῇ τῶν κανόνων apoyándose en su alegación en los cánones, e.e. con la justificación de los cánones Pall.V.Chrys.9.60.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, Vorbringung u. Vertheidigung seiner Gerechtsame, = ἀπολογία; Demad. 7; Pol. 3, 21, 3; Plut. Rom. 19 u. öfter; neben πίστις, Beweisführung, Arist. rhet. ad Alex. 30. 32. – Auch = δικολογία, Gerichtsrede, ib. 1; dem δημηγορίας entgegengesetzt, 18, wenn nicht mi Spengel beide Stellen zu ändern sind.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défense en justice, plaidoirie.
Étymologie: δικαιολογέω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιολογία: ἡ
1) ведение судебного дела, судебная защита Arst., Polyb., Plut.;
2) защитительная речь на суде (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);
3) рит. судебное красноречие Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογία: ἡ, ὑπεράσπισις, Δημάδ. 179. 19, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 4. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., δικανικοὶ λόγοι, αὐτόθι 2. 2., 19. 14.
Greek Monolingual
η (AM δικαιολογία)
1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα
2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του
μσν.- νεοελλ.
το πρόσχημα
αρχ.
στον πληθ. δικαιολογίαι
δικανικοί λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -λογία < -λόγος < λέγω.