καταστίλβω

From LSJ
Revision as of 14:27, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστίλβω Medium diacritics: καταστίλβω Low diacritics: καταστίλβω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΛΒΩ
Transliteration A: katastílbō Transliteration B: katastilbō Transliteration C: katastilvo Beta Code: katasti/lbw

English (LSJ)

A send beaming forth, σέλας h.Mart.10. 2 irradiate, πάντα AP12.254 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1382] herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόθεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 faire briller;
2 illuminer.
Étymologie: κατά, στίλβω.

Russian (Dvoretsky)

καταστίλβω:
1 излучать, посылать (σέλας ὑψόθεν HH);
2 озарять, освещать (πάντα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστίλβω: καταυγάζω, ἐκπέμπω λαμπρόν, στιλπνόν, ἀκτινοβόλον φῶς, σέλας Ὁμ. Ὕμ. 7. 10. ΙΙ. ἀμετβ., ἀκτινοβολῶ λαμπρῶς, Ἀνθ. Π. 12. 254.

Greek Monolingual

καταστίλβω (Α)
εκπέμπω φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, καταλάμπω, καταυγάζω, ακτινοβολώ.

Greek Monotonic

καταστίλβω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ, σέλας, σε Όμηρ.
II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to send beaming forth, σέλας Hhymn.
II. intr. to beam brightly, Anth.