χρυσεοσάνδαλος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ον, with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sandales d'or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοσάνδᾰλος: с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.
Greek Monolingual
και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.
Greek Monotonic
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
Middle Liddell
χρῡσεο-σάνδᾰλος, ον,
with sandals of gold, Eur.