ἀνθοβολέω

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοβολέω Medium diacritics: ἀνθοβολέω Low diacritics: ανθοβολέω Capitals: ΑΝΘΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: anthoboléō Transliteration B: anthoboleō Transliteration C: anthovoleo Beta Code: a)nqobole/w

English (LSJ)

A bestrew with flowers, χαίτην AP5.146 (Mel.); as a mark of honour, ὥσπερ ἀθλητὴν ἀ. Plu.Caes.30:—Pass., Id.Pomp.57.
II put forth flowers, Gp.10.2.10.

Spanish (DGE)

1 cubrir de flores χαίτην AP 5.147 (Mel.), ὥσπερ ἀθλητὴν Plu.Caes.30, cf. Pomp.57.
2 echar flor, florecer, Gp.10.2.10.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen werfen, mit Blumen bestreuen; pass. Plut. Pomp. 57; χαίτην Mel. 105 (V, 147).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
joncher ou couvrir de fleurs ; Pass. être couvert de fleurs lancées en signe d'admiration.
Étymologie: ἀνθόβολος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοβολέω: усыпать, украшать цветами (εὐπλόκαμον χαίτην Anth.); pass. быть осыпаемым цветами (παραπέμπειν τινὰ ἀνθοβολοόμενον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοβολέω: ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω ἄνθη, ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.

Greek Monotonic

ἀνθοβολέω: μέλ. -ήσω, επιστρώνω, επικαλύπτω με λουλούδια, σε Ανθ. — Παθ., έχω επικαλυφθεί με λουλούδια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀνθόβολος
to bestrew with flowers, Anth.:— Pass. to have flowers showered upon one, Plut.