ἐνείρω
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
English (LSJ)
aor. 1 ἐνεῖρα (v. infr.), A entwine, enwreath, τέττιγας ταῖς θριξί Ael.VH4.22:—Pass., ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους Hdt.4.190. 2 thread, pass through, A. n.Tact.31.18; also καρίδα ἀγκίστρῳ Ael.NA1.15; ὀστέοις καὶ νεύροις τινά LXX Jb.10.11; ῥίζαν λίνῳ Dsc.2.166. 3 string together, Thphr.HP9.9.1, 9.12.1 (Pass.). II insert, πῆχυν μεταξὺ τῶν μηρίων Hp.Art.70; χεῖρας εἰς σφαίρας Dionys. Eleg.3.3; ἐνεῖραν [πεύκῃ] σφῆνας Babr.38.2.
Spanish (DGE)
1 insertar, introducir c. ac. y giro prep. de lugar ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεσηγὺ τῶν μηρῶν Hp.Art.70, ἐς τὴν μήλην τὴν ἀρχὴν τοῦ ὠμολίνου Hp.Fist.4, χρίσας τὴν χεῖρα ... ἔπειτα ἐνείρας ἐς τὴν μήτρην Hp.Superf.7, ἐνείρετε χεῖρας ... ἐς σφαίρας κυλίκων Dionys.Eleg.2.4, cf. en v. pas., Eust.782.28
•fig. τὰς δόξας Philostr.VA 6.21.
2 ensartar, hacer pasar por c. ac. y dat. de lugar ἐνείρας τῷ ἀγκίστρῳ καρίδα Ael.NA 1.15, ἁρπεδόνι τὰ κρέα Par.Vat.61, τὴν ῥίζαν ... λίνῳ Dsc.2.166, ἐνεῖραν (πεύκῃ) σφῆνας Babr.38.2, c. giro prep. (τὸ λίνον) εἰς τὰ τρυπήματα Aen.Tact.31.18, cf. Thphr.HP 9.9.1, en v. pas. ῥαφανὶς ἐνειρομένη ἐφ' ὁλοσχοίνου Thphr.HP 9.12.1, cf. Eust.1289.52.
3 bordar πέπλῳ χρυσᾶ ... γράμματα Philostr.VA 3.8.
4 atar χρυσᾶς τὰς ἁλύσεις αὖθις ἐνείροντες Hld.9.2.1
•fig. δέρμα καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις καὶ νεύροις με ἐνεῖρας me revestiste de piel y carne y con huesos y nervios me sujetaste LXX Ib.10.11.
German (Pape)
[Seite 837] (s. εἴρω), an-, einreihen, einfügen; ἀνθερίκων ἐνερμένων Her. 4, 190; praes. ἐνείρετε χεῖρας ἐς σφαίρας κυλίκων Dionys. Ath. XV, 668 f; τέττιγας ταῖς θριξίν Ael. V. H. 4, 22; ἐνῆραν Leseart der mss. Babr. 38, 2, wo aus Suid. ἐναφῆκαν aufgenommen ist.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔνειρα;
attacher : περί τι autour de qch.
Étymologie: ἐν, εἴρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνείρω: вплетать, перевивать (ἀνθέρικες ἐνερμένοι περὶ σχοίνους Her.): ἡ ἐνειρμένη ἀμφιβολία Arst. запутанное противоречие.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνείρω: συμπλέκω, χρυσοῦς ἐνείροντες αὐταῖς (ταῖς θριξὶ) τέττιγας Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22· παθ., ἐξ ἀνθερίκων ἐνερμένων περὶ σχοίνους Ἡρόδ. 4. 190. ΙΙ. βάλλω τι ἐντός, ἐμβάλλω, ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεσηγὺ τῶν μηρῶν κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833 ἐν ἀρχῇ, ἐνείρετε χεῖρας ἅπαντες ἐς σφαῖρας κυλίκων Διονύσ. Χαλκ. 3 Bgk.
Greek Monolingual
(Α ἐνείρω)
1. συμπλέκω, συναρμόζω («οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περί σχοίνους ἐστί», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ μέσα ή επάνω σε κάτι («ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεταξύ τῶν μηρῶν», Ιπποκρ.)
3. διαπερνώ με κάτι («νεύροις με ἐνείρας», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐνείρω: περνώ κορδόνι σε κάτι, κρεμώ σε σχοινί, αρμαθιάζω, σε Παθ., Ηρόδ.