ἐπιμίξ

From LSJ
Revision as of 09:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίξ Medium diacritics: ἐπιμίξ Low diacritics: επιμίξ Capitals: ΕΠΙΜΙΞ
Transliteration A: epimíx Transliteration B: epimix Transliteration C: epimiks Beta Code: e)pimi/c

English (LSJ)

Ep. Adv. mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.

German (Pape)

[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμίξ: adv.
1) вперемешку, в смятении (ἵπποι τε καὶ ἄνδρες Hom.);
2) беспорядочно, без разбора (ἐ. μαίνεται Ἄρης Hom.): ἐ. κτείνονται Hom. (ахейцы) падают среди общей свалки.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).

English (Autenrieth)

indiscriminately.

Greek Monolingual

ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμι
επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκρισηἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιμίξ: Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐπιμίγνυμι
confusedly, promiscuously, pele-mele, Hom.