ἀγρότης

From LSJ
Revision as of 16:30, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρότης Medium diacritics: ἀγρότης Low diacritics: αγρότης Capitals: ΑΓΡΟΤΗΣ
Transliteration A: agrótēs Transliteration B: agrotēs Transliteration C: agrotis Beta Code: a)gro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀγρός) poet. word, A countryman, rustic, ἀγρότης ἀνήρ E.Or.1270, cf. App.Anth.4.20; πάροινος ἀγρότης ib.5.57. II (ἄγρα) hunter, οἰωνοί . . οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. ἀγρότις, νύμφη A.R.2.509; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.). III for A.Pers.1002 v. ἀγρέτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): fem. ἀγρότα IApoll.12, 14 (ambas heleníst.)
1 campesino, Od.16.218, Aesop.226.3γ, ἀ. ἀνήρ E.Or.1270, Par.Flor.24, cf. App.Anth.5.57.
2 que vive en el campo, agreste de Pan AP 6.13 (Leon.), epít. de Ártemis en Apolonia de Iliria IApoll.l.c., ἀγρόται· ἀγροῖκοι. ἢ θηρευταί Hsch.α 834.
3 que sirve para la caza, cazador ἀ. πέρδιξ = perdiz de reclamo Simm.20.1.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, Landmann, Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. ἀνήρ Eur. Or. 1256; ὄχλος Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., Anfühler, Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard.
Étymologie: ἀγρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρότης:
I ου ὁ поселянин, крестьянин Hom.
II ου adj. m сельский, деревенский (ἀνήρ Eur.; ὄχλος Babr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρότης: -ου, ὁ, (ἀγρός) λέξις ποιητική, χωρικός, τῶν ἀγρῶν ἄνθρωπος· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. ἀνήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1270· πάροινος ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., νύμφη ἀγρότις, τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. αἰγανέη, αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, χωρικός· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ χρῆσις παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται ἀναντίρρητος. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε ἀγρέτης.

English (Autenrieth)

rustic, Od. 16.218.

Greek Monotonic

ἀγρότης: -ου, ὁ (ἀγρός),
I. χωρικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
II. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ., ἀγρότις (κούρα), δηλ. η Άρτεμη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγρός ἄγρα
I. a country-man, rustic, Eur.
II. = ἀγρευτής a hunter, Od.; fem. ἀγρότις, i. e. Artemis, Anth.