αἰθέριος

From LSJ
Revision as of 15:35, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθέριος Medium diacritics: αἰθέριος Low diacritics: αιθέριος Capitals: ΑΙΘΕΡΙΟΣ
Transliteration A: aithérios Transliteration B: aitherios Transliteration C: aitherios Beta Code: ai)qe/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Fr.839.10, Arist.Mu.392a31:—A of αἰθήρ or the upper air, hence, 1 high in air, on high, A.Pr.158 (anap.), Th.81, S.OC1082, etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, E.Med. 440, cf. Andr. 830; αἰ. γῆ, of the moon, Pythag. ap. Simp.in Cael.511.26: epithet of Zeus, Arist.Mu.401a17. 2 ethereal, heavenly, φύσις Parm.10.1; οἱ αἰ. Hierocl.in CA 27 P.484M.; γονή E.Fr.l.c. Adv. -ίως Iamb.Myst.1.9.—Trag. only in lyr.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Fr.839.10, Arist.Mu.392a31; eol. gen. -ίω IG 12(2).484.9 (Mitilene III d.C.)]
I 1 que está en lo alto, en el cielo, celeste κόνις A.Th.81, κίνυγμα A.Pr.158, νεφέλα S.OC 1082, cf. nubis, nimbus, aura Lucr.4.182, Verg.Aen.8.608, Ou.AA 2.59, Lucr.3.405, Verg.G.2.292, αἰ. οἰωνός A.R.2.1254, ζῷα S.E.M.9.87, δεσμοί Nonn.D.47.449, μύκημα Nonn.D.38.38, ἅρμα del carro del Sol (cf. I 2), Nonn.D.38.413
αἰ. γῆ = la luna Pythag.B 37, ταύτην (σεληνιακὴν σφαῖραν) γὰρ αἰθερίαν γῆν καλεῖσθαι παρ' Αἰγυπτίοις Porph.in Tim.16
como pred. αἰθερία δ' ἀνέπτα = voló hacia lo alto E.Med.440, cf. Pi.Fr.52na.18, πάλλε πόδ' αἰθέριον ref. una danza etérea, e.d., ligera, E.Tr.325.
2 en sent. divino que vive en el cielo, celestial προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν, τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν, τοῖς αἰθερίοις = prestadnos atención a los inmortales, los eternos, los celestiales Ar.Au.689, μετὰ δὲ τὴν αἰθέριον καὶ θείαν φύσιν Arist.Mu.392a31, de Zeus, Arist.Mu.401a17, IG l.c., Hell.10.20 nota 6 (Mileto), Musae.8, cf. Ou.Ib.474, πύλας ... Οὐλύμποιο αἰθερίας A.R.3.160, cf. Verg.Aen.6.579
de Bizante αἰθέριον βλάστημα Nonn.D.3.366, ψυχὴν αἰθερείαις αἰῶσι θέτο IChr.M.5.7 (III d.C.)
etéreo, divino γονή E.Fr.839.10, aetheriusque Platon Manil.1.774
subst. οἱ αἰθέριοι Hierocl.in CA 27, cf. supra Ou.Ib.474.
3 en sent. fil. relativo al elemento éter, etéreo εἴσῃ δ' αἰθερίαν τε φύσιν τά τ' ἐν αἰθέρι πάντα σήματα Parm.B 10.1, φλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.B 8.56, cf. B 1.13, aetherius ignis Ou.Fast.1.473, αἰθέριον μένος Emp.B 115.9, δῖνος Ar.Nu.380, εἴτε γαρ πύρινά ἐστι τὰ ἄστρα, εἴτε αἰθέρια Gem.17.15.
II adv. αἰθερίως = en el éter op. ἀερίως Iambl.Myst.1.9
purísimamente, EM α 475.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui s'avance, s'élève ou brille dans les airs ; αἰθέριον κίνυγμα ESCHL figure suspendue dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθέριος -α -ον αἰθήρ in of van de hemel, lucht:; διά … αἰθερίας … πλακός door de hemelse vlakte Eur. El. 1349; αἰθερίαν … φύσιν de hemelse natuur Parm. B 10.1; pred.: αἰθερία … ἀνέπτα ze is de lucht in gevlogen Eur. Med. 440.

Russian (Dvoretsky)

αἰθέριος: 3, редко
1) эфирный, воздушный (φύσις Arst.; πῦρ, ὕδωρ Plut.): αἰθέριον μένος Plut. напор воздуха;
2) высоко вздымающийся (κόνις Aesch.; πέτρα Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; νέφος Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой!

Greek (Liddell-Scott)

αἰθέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, ἤτοι τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ ἑπομένως· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) αἰθέριος, οὐράνιος, γονή, Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.

English (Slater)

αἰθέριος ]σφιν ἔγειρον[ ]αἰθέρἰ ἑλικ[ (Snell: αἰθέρι Zuntz.) Πα. 13a. 18.

Greek Monotonic

αἰθέριος: -α, -ον, επίσης, -ος, -ον (αἰθήρ), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο στρώμα αέρα, αυτός που βρίσκεται ψηλά στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αἰθερία ἀνέπτα, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.

Middle Liddell

αἰθήρ
of or in the upper air, high in air, on high, Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, Eur.