ἐγκόλπιος

From LSJ
Revision as of 17:10, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκόλπιος Medium diacritics: ἐγκόλπιος Low diacritics: εγκόλπιος Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΟΣ
Transliteration A: enkólpios Transliteration B: enkolpios Transliteration C: egkolpios Beta Code: e)gko/lpios

English (LSJ)

ον, in or on the bosom, διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι Heraclit.All.39.

Spanish (DGE)

-ον
I que sopla desde un golfo ἄνεμοι Gal.4.520, cf. ἐγκολπίας.
II 1 que está en el regazo o en el seno en uso pred. δίδωσι δ' ἐγκόλπιον τῷ ἔαρι καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα = pone (Homero) en el regazo de la primavera también la faja bordada Heraclit.All.39, ἵν' ὡς ὄφις ... ἐ. με τρώσῃς = para que, como una sierpe acogida en mi seno, me hieras como en la fábula esópica, Gr.Naz.M.37.1440A.
2 en lit. crist. que está en el seno, que está en el interior en uso pred. τὸν ἐπιδεδημηκότα θεὸν ἐπιγάστριον, τὸν πατρὸς ἐγκόλπιον = al Dios que habitaba en el vientre (de la Virgen), el que estaba en el seno del Padre Anon.Hier.Luc.51.6, ἐγκόλπιον τὸ πῦρ τῆς ἐπιθυμίας γενήσεται = surgirá en su seno el ardor de la concupiscencia Gr.Nyss.V.Mos.138.4
ref. a miembros disidentes de la Iglesia τὸ ἐγκόλπιον ἡμῶν κακόν = la desgracia que tenemos en nuestro seno Gr.Naz.M.37.332A, cf. Phot.Bibl.470b15.

German (Pape)

[Seite 709] im Busen, im Schooß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκόλπιος: -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, περίαμμακόσμημα κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐγκόλπιος, -ον)
1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθοςεγκόλπιος σταυρός»)
2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό
μσν.- νεοελλ.
α) το επιστήθιο του επισκόπου (με την εικόνα του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού) ως διακριτικό του αξιώματός του
β) φυλαχτό, γκόλφι
νεοελλ.
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος, συνήθως με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο του μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο του ευέλπιδος»)
μσν.
πολύτιμο κόσμημα.