Λάχεσις

From LSJ
Revision as of 12:32, 24 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰ́χεσις Medium diacritics: Λάχεσις Low diacritics: Λάχεσις Capitals: ΛΑΧΕΣΙΣ
Transliteration A: Láchesis Transliteration B: Lachesis Transliteration C: Lachesis Beta Code: *la/xesis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, Ion. ιος, ἡ, (λαχεῖν) Lachesis, one of the three Fates,
A disposer of lots, Hes.Th.218, Sc.258, Pi.O.7.64, etc.; as the goddess of distribution, Plu.2.644a, cf. Arist.Mu.401b20.
II as Appellat., lot, destiny, Bacis ap. Hdt.9.43: pl., Μοιρῶν Λαχέσεων IG 5(1).602.8 (Sparta, iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

εως, ion. -ιος (ἡ) :
Lachésis, l'une des trois Parques.
Étymologie: v. λάχεσις.

Russian (Dvoretsky)

Λάχεσις: εως, ион. ιος ἡ Лахесис (вторая из трех Μοῖραι, определявшая судьбу каждого человека) Hes.

Greek (Liddell-Scott)

Λάχεσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς θεότης τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. Κλωθώ. ΙΙ. ὡς προσηγορ., κλῆρος, μοῖρα, προορισμός, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.

English (Slater)

Λᾰχεσις
1 she who allots, one of the Moirai. ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα (sc. Ἀέλιος) χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (cf. λάχος v. 58) (O. 7.64) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις at the birth of Apollo and Artemis (Pae. 12.17)

Greek Monolingual

η (Α Λάχεσις, -εως και ιων. γεν. -ιος)
μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την τύχη της ζωής του καθενός («Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῖσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», Ησιόδ.)
αρχ.
1. θεότητα της διανομής
2. (ως προσηγορικό) ἡ λάχεσις
ο κλήρος, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. λαχ- (πρβλ. -λαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + επίθημα -εσις, κατά το πρότυπο του νέμ-εσις].

Greek Monotonic

Λάχεσις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που μοιράζει τους κλήρους των ανθρώπων, σε Ησίοδ., Πίνδ.· βλ. Κλωθώ.
II. λάχεσις, , ως προσηγορικό, κλήρος, μοίρα, προορισμός, παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

Λάχεσις, εως [λᾰχεῖν]
I. Lachesis, disposer of lots, one of the three Fates, Hes., Pind.; v. Κλωθώ.
II. λάχεσις, ιος, as appellative, lot, destiny, ap. Hdt.

Wikipedia EN

Lachesis (/ˈlækəsəs/; Greek: Λάχεσις, Lakhesis, "disposer of lots", from λαγχάνω, lanchano, "to obtain by lot, by fate, or by the will of the gods"), in ancient Greek religion, was the second of the Three Fates, or Moirai; the others were her sisters, Clotho and Atropos. Normally seen clothed in white, Lachesis is the measurer of the thread spun on Clotho's spindle, and in some texts, determines Destiny, or thread of life. Her Roman equivalent was Decima. Lachesis was the apportioner, deciding how much time for life was to be allowed for each person or being. She measured the thread of life with her rod. She is also said to choose a person's destiny after a thread was measured. In mythology, it is said that she appears with her sisters within three days of a baby's birth to decide the baby's fate.

Wikipedia EL

Η Λάχεση (Λάχεσις) ήταν μία από τις τρεις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν η μεσαία αδελφή, οι άλλες δύο ήταν η Κλωθώ και η Άτροπος. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου ήταν κόρες της Νύχτας. Σύμφωνα με άλλη πηγή όμως ήταν κόρες της Θέμιδος και του Δία.

Η Λάχεση αντιπροσώπευε το μέλλον της ζωής των ανθρώπων, επειδή το τέλος, σύμφωνα με τη φύση, εκδηλώνεται σε όλα τα πράγματα. Όριζε τη διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου μετρώντας με το ραβδί της.

Translations

ca: Làquesis; de: Lachesis; el: Λάχεση; en: Lachesis; es: Láquesis; et: Lachesis; eu: Lakesis; fa: لاکسیس; fr: Lachésis; hu: Lakheszisz; it: Lachesi; ja: ラケシス; ko: 라케시스; lt: Lachesė; nl: Lachesis;: Lachesis; ro: Lachesis; ru: Лахесис; sl: Lahezis; sv: Lachesis; uk: Лахесіс; uz: Laxesis; zh: 拉刻西斯