αὐτόφορτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ον, A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248. II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.
Spanish (DGE)
-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
•de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόφορτος:
1 несущий сам, нагруженный (στείχων αὐ. τινι Aesch.);
2 вместе со всем грузом (ὁλκάδες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.
Greek Monolingual
αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.
Greek Monotonic
αὐτόφορτος: -ον, I. αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.
II. αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, ναῦς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. bearing one's own baggage, Aesch.
II. cargo and all, ναῦς Plut.
German (Pape)
1 mit eigner Last beladen, die Last selbst tragend, Aesch. Ch. 664; Soph. frg. 250; Hes. erkl. αὐτοδιάκονος, aus Cratin. kom. für τοὺς τὰ κοινὰ φορτιζομένους.
2 ναῦς ἀπόλωλε αὐτόφορτος, sammt der Ladung, Plut. tranq. an. 6; Aem. 9.