ῤάρος

From LSJ
Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῤάρος Medium diacritics: ῤάρος Low diacritics: ράρος Capitals: ΡΑΡΟΣ
Transliteration A: ráros Transliteration B: raros Transliteration C: raros Beta Code: r)a/ros

English (LSJ)

ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]

Greek (Liddell-Scott)

ῤάρος: ὁ, λέξις εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ βρέφος ἐν Α. Β. 693· ὡς = ἀμβλωθρίδιον βρέφος ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. ῥωρός), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’Ρᾶρος, Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.].

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].

German (Pape)

ὁ, ein unzeitiges, zu früh geborenes Kind, nach Anderen der Bauch, der Mutterleib, Vetera Lexica; nach B.A. 693.11 äolischβρέφος, und hiernach, wie nach Lex. de spiritu bei Valcken Amm. p. 242 und A. ῤάρος mit dem spiritus lenis, zu schreiben (s. Ράρος). – Ruhnk. ep. crit. p. 181 zieht das ganze Wort in Zweifel.