διηθέω

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηθέω Medium diacritics: διηθέω Low diacritics: διηθέω Capitals: ΔΙΗΘΕΩ
Transliteration A: diēthéō Transliteration B: diētheō Transliteration C: diitheo Beta Code: dihqe/w

English (LSJ)

A strain through, filter, Hp.Acut.7, Pl.Sph.226b, Ti.45c; οἶνον δ. πυρέττοντι Plu.2.101c, cf. Mim.Oxy.413.161:—Pass., Arist. Mete.368a22, Plb.34.9.10; of air in the lungs, Gal.2.705; καθαρὸν καὶ διηθημένον [γένος], opp. μικτόν, Ph.2.3. 2 wash out, cleanse, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι, Hdt.2.86. II intr., of liquid, filter through, percolate, Id.2.93.

Spanish (DGE)

I tr.
1 colar, filtrar δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.Acut.7, (ἔλαιον) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.1.78, cf. Morb.3.17, Steril.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα (γάλα) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche) Plu.2.496a, cf. Aem.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.Beat.116.12, τὸ γλεῦκος I.AI 2.64
tamizar, cribar τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11, abs. Pl.Sph.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.
2 mezclar o diluir (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα Mim.Fr.Pap.Adult.45.
3 medic. evacuar, excretar τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.Morb.4.38, cf. 46, Mul.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.
4 limpiar (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86
purificar en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX Ib.28.1
fig. depurar, seleccionar en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta Ph.2.3, cf. 1.33.
II intr. filtrarse, penetrar, pasar por τὸ πνεῦμα δι' αὐτοῦ διηθεῖ Hp.Nat.Puer.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.PA 683b22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.Ti.45c
en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.Carn.17, cf. Pl.Ti.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA 493a14, cf. 590a20, PA 672a2, Alex.Aphr.Pr.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra), Arist.Mete.368a22, cf. GA 773a27, Thphr.CP 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, Gp.6.2.6
filtrarse, salir fuera de τὸ αἷμα ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.in Hp.Progn.134.26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tr. 1 faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;
2 p. ext. verser goutte à goutte : τί τινι qch à qqn;
II. intr. filtrer, s'infiltrer.
Étymologie: διά, ἠθέω.

Russian (Dvoretsky)

διηθέω:
1 процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.);
2 просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);
3 прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);
4 отцеживать, наливать (οἶνον πυρέττοντι Plut.);
5 просачиваться (διηθέον τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διηθέω: διαβιβάζω τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, διυλίζω, στραγγίζω, Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) ἐκπλύνω, καθαίρω, καθαρίζω, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «λαγαρίζομαι», ὁ αὐτ. 2. 93.

Greek Monotonic

διηθέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. διυλίζω, στραγγίζω, φιλτράρω, Λατ. percolare, σε Πλάτ.
2. ξεπλένω, καθαρίζω, εξαγνίζω, καθαίρω, εκπλένω, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to strain through, filter, Lat. percolare, Plat.
2. to wash out, cleanse, purge, Hdt.
II. intr., of the liquid, to percolate, Hdt.

German (Pape)

durchseihen, durchschlagen; Plat. Soph. 226b; Arist. Meteor. 2.2; οἴνῳ, mit Wein ausspülen, Her. 2.86, der es 2.93 auch intr. braucht, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ, durchsickern; – οἶνόν τινι, Wein eintröpfeln, Plut. virt. et vit.