Λάκαινα

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λάκαινα Medium diacritics: Λάκαινα Low diacritics: Λάκαινα Capitals: ΛΑΚΑΙΝΑ
Transliteration A: Lákaina Transliteration B: Lakaina Transliteration C: Lakaina Beta Code: *la/kaina

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, fem. of Λάκων, prop. Laconian woman (Phryn. 321), Λ. κόρη Thgn.1002, cf. E.Hec.441, etc.: abs., of Helen, Id.Andr.486 (lyr.); Λάκαιναι, αἱ, title of play by Sophocles: freq., especially in Trag., Ion. Prose, and X., as fem. Adj., = Λακωνική, Λ. χώρη Hdt. 7.235; χθών, γαῖα, γᾶ, E.Andr.151, Tr.1110 (lyr.), Hel.1473 (lyr.); λίθος Laconian marble, Luc.Hipp.5; πόλις E.Andr.194, 209; κύων X.Cyn.10.4; σκύλαξ Pl.Prm.128c; ἡ Λ. (sc. κύλιξ) Laconian cup, Ar.Fr.216.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
adj. f.
laconienne, de Laconie : λίθος LUC sorte de marbre vert ; ἡ Λάκαινα χώρη HDT, abs.Λάκαινα XÉN le territoire de Laconie, la Laconie.
Étymologie: fém. de Λάκων.

Russian (Dvoretsky)

Λάκαινα:
I (ᾰκ) [adj. f к Λάκων I] лаконская, лакедемонская, спартанская (χώρη Her.; πόλις Eur.): ἡ Λ. λίθος Luc. лаконский камень (разновидность зеленого мрамора).
II ἡ (дор. gen. pl. Λακαινᾶν)
1 (sc. γυνή или κόρη) лаконянка, лакедемонянка, спартанка Eur.;
2 (sc. χώρα) Лакония, Лакедемон Xen.;
3 (sc. κύλιξ) лаконская чаша Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Λάκαινα: [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ Λάκων, Λατ. Lacaena, κυρίως, Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. κόρη Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ εἶναι ἐν συχνῇ χρήσει ἁπλῶς ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. χώρα Ἡρόδ. 7. 235· χθών, γαῖα, γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· οὕτως ἡ Λ. (ἄνευ τοῦ χώρα), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. κύων Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. κύλιξ), Λακωνικὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3.

English (Slater)

Λᾰκαινα f. adj.,
1 Laconian ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112.

Greek Monolingual

Λάκαινα, ἡ (Α)
βλ. Λάκων.

Greek Monotonic

Λάκαινα: [λᾰ], ἡ,
I. θηλ. του Λάκων, Λατ. Lacaena, γυναίκα της Σπάρτης, Σπαρτιάτισσα, σε Θέογν., κ.λπ.
II. ως θηλ. επίθ., = Λακωνική, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.

Middle Liddell

Λᾰ́καινα, ἡ, [fem. of Λάκων, Lat.]
I. Lacaena, a Laconian woman, Theogn., etc.
II. as fem. adj. = Λακωνική, Hdt., Eur., etc.