εὔλαλος

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλᾰλος Medium diacritics: εὔλαλος Low diacritics: εύλαλος Capitals: ΕΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: eúlalos Transliteration B: eulalos Transliteration C: eylalos Beta Code: eu)/lalos

English (LSJ)

ον, A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epithet of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.). II = εὔγλωσσος 11, LXX Jb.11.2.

German (Pape)

[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].

Greek Monotonic

εὔλᾰλος: -ον, I. αυτός που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος, σε Ανθ.
II. = εὔγλωσσος II, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλᾰλος:
1 сладко говорящий (Ἀπόλλων Anth.);
2 (о вине), делающий красноречивым, развязывающий язык, (λάγυνος Anth.).

Middle Liddell

εὔ-λᾰλος, ον
I. sweetly-speaking, Anth.
II. = εὔγλωσσος II, Anth.