μικρολογία

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑκρολογία Medium diacritics: μικρολογία Low diacritics: μικρολογία Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mikrología Transliteration B: mikrologia Transliteration C: mikrologia Beta Code: mikrologi/a

English (LSJ)

or σμικρολογία (v. μικρός), ἡ, A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16. II pettiness, Pl.R.486a, Arist.Metaph.995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25. 2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Gegensatz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Gegensatz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.

French (Bailly abrégé)

ou σμικρολογία;
ας (ἡ) :
1 attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: μικρολόγος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολογία: и σμῑκρολογία ἡ
1 пристрастие к пустякам, мелочность Plut.;
2 пустое словопрение (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);
3 умаление, принижение Isocr.;
4 скупость, скаредность Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογία: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ ἀνόητος φλυαρία· μικρόνοια, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· γλισχρότης, φειδωλία, Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β.

Greek Monolingual

η
μικρολογία και σμικρολογία) μικρολόγος
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.

Greek Monotonic

μῑκρολογία: ή σμικρ-, ἡ, ο χαρακτήρας του μικρολόγου, ματαιολογία, επιπολαιότητα, μικρότητα, τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell


the character of a μικρολόγος, frivolity: pettiness, meanness, Plat., etc. [from μῑκρολόγος]

English (Woodhouse)

frivolity, trifling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)