ἀνατυπόω
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
A describe, represent, Philostr.VA1.19, cf. Her.2.19 (Pass.):—Med., form an image of a thing, imagine, Plu.2.329b, 331d; represent in writing, εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA1.32.
II remodel, transform, τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr. 12.26, cf. Antim.81.
Spanish (DGE)
I 1reproducir una figura, LXX Sap.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C
•describir εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA 1.32, cf. 1.19
•en v. med. imaginarse ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον Plu.2.329b, cf. 331d.
2 prefigurar en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.Dan.2.27.7.
II transformar, remodelar τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.
German (Pape)
[Seite 212] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
figurer de nouveau;
Moy. ἀνατυπόομαι, ἀνατυποῦμαι se figurer, se représenter.
Étymologie: ἀνά, τυποώ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατῠπόω:
1 вновь отпечатывать, снова прикладывать (τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Luc.);
2 med. представлять себе, воображать (τὰς ἡρωϊκὰς πράξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατῠπόω: ἀποτυπῶ ἐκ νέου, σφραγίζω πάλιν, ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ μέγεθος καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., σχεδιάζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, σχηματίζω τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις ὅταν φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ οὐδέποτε εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ ἀνατυπόω ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, παράστασις, γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, μετάπλασις, ἀναπαράστασις, «διανόησις» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.
Greek Monotonic
ἀνατῠπόω: μέλ. -ώσω, αποτυπώνω εκ νέου, σφραγίζω από την αρχή, σε Λουκ.