ἐγερτικός

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερτικός Medium diacritics: ἐγερτικός Low diacritics: εγερτικός Capitals: ΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: egertikós Transliteration B: egertikos Transliteration C: egertikos Beta Code: e)gertiko/s

English (LSJ)

ἐγερτική, ἐγερτικόν,
A waking, stirring, νοήσεως Pl.R. 523e, 524d.
II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα AB1147.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que despierta, despertador fig. que excita, que estimula ref. a capacidades intelectuales, c. gen. obj. νοήσεως Pl.R.523e, cf. 524d, κέντρον ... ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ φρονήματος de la música, Plu.2.238a, cf. Lyc.21, πνεῦμα μανίας ... ἐ. Plu.2.291a, c. otras constr. οἱ λόγοι μεταδόσεις εἰσίν ... ἐγερτικαὶ δὲ εἰς τὰς τῶν βίων προβολάς Procl.in R.2.256, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι ... lo más estimulante para el desprecio de la muerte es que ... M.Ant.12.34
medic. estimulante de ciertas plantas ἐγερτικὴν ἔχει δύναμιν ἐπὶ ληθαργικῶν Dsc.Eup.1.14, οἱ ἑφθοὶ πυροὶ πρὸς συνουσίαν ἐγερτικοί Sch.Ar.Au.565.α, de ciertas potencias Στίλβων πνευμάτων ἐ. Estilbón (el planeta Mercurio) es el que excita los vientos Posidon.in Ti.B 9, ἡ δὲ τοῦ χρόνου κίνησις ... ἐγερτικὴ τῶν κατὰ φύσιν ὅλων κινήσεων Procl.in Ti.3.30.
2 gram. que confiere un acento tónico, e.e. que levanta el tono de la sílaba átona o grave para convertirlo en agudo ἐξ ἐπιρρημάτων δὲ ἐγερτικά ἐστι τὰ ἐκ πεύσεως ἀοριστούμενα Hdn.Gr.1.560.

German (Pape)

[Seite 703] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à éveiller, qui excite, gén..
Étymologie: ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερτικός:
1 возбуждающий (νοήσεως Plat.; θυμοῦ Plut.);
2 грам. превращающий тупое ударение (предшествующего слога) в острое, т. е. энклитический: τὰ ἐγερτικά энклитики, энклитические слова.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερτικός: -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγερτικός, -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση
αρχ.
ἐγερτικά
τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία της προηγούμενης λέξης σε οξεία.

Greek Monotonic

ἐγερτικός: -ή, -όν (ἐγείρω), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί διέγερση, τινος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐγερτικός, ή, όν ἐγείρω
waking, stirring, τινος Plat.

English (Woodhouse)

provocative of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)