διπλόη

Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ἡ, A fold, doubling, Gal.2.710: but usu., II porous substance between the double plates in the bones in the skull, Hp.VC1, 17, Heliod. ap. Orib.46.9.4, Ruf.Onom.135: generally, spongy core of bone, Paul.Aeg.6.77; also, tissue between layers of intestine, Aret. SD2.9: hence, 2 weak spot, flaw in metal, Pl.Sph.267e, Ph. Bel.71.28, Plu.2.802b: metaph., αἱ δ. τῆς ψυχῆς ib. 715f, cf. 441d; 'patchiness', Plot.5.2.1; also, concealed sense, in oracles, Plu.2.407c. III hollow sting of the scorpion, Ael.NA9.4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
toute chose double ou qui paraît partagée en deux, d'où
1 aiguillon du scorpion;
2 fig. repli (de l'âme, etc.) ; duplicité ; double sens, ambiguïté.
Étymologie: διπλόος.

German (Pape)

ἡ, die Verdoppelung;
1 bei Plat. Soph. 267e vom Eisen, εἴτε ὑγιής, εἴτε διπλόην ἔτ' ἔχων, nach Tim. lex. ἀπό τινος ἑνώσεως ἀπόλυσις εἰς παράθεσιν μᾶλλον ἢ ἕνωσιν, entweder Bruch, Spalte, od. Scharte, als umgebogene Stelle im Stahl; vgl. Plut. Pericl. 11; dah. überhaupt = das Fehlerhafte, Schaden; ψυχῆς Plut. Symp. 7.10.2, und andere Spätere; vgl. διπλῆ. Auch = Doppelsinn, Zweideutigkeit; Plut. Pyth. or. 26.
2 Bei den Medic. die Höhlung zwischen zwei Knochenblättern; bei Ael. H.A. 9.4 von einer Höhlung im Schwanze des Skorpions.

Russian (Dvoretsky)

διπλόη:
1 трещина, свищ (διπλόην ἔχειν Plat.; διπλόαι ἐν σιδήρῳ Plut.);
2 двойственность (δ. καὶ ἀμφιβολία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διπλόη: ἡ, πτυχή, δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ ῥαφή, συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· σύνδεσμος, ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν ὁμοῦ ἐσφυρηλατημένων, πτυχή, Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς αὐτόθι 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, ἀμφιβολία, ἀμφιλογία, Πλούτ. 2. 441D· ἀσάφεια, αὐτόθι 407C. ΙΙΙ. τὸ κέντρον τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4.

Greek Monolingual

η (AM διπλόη) διπλούς
1. πτυχή, κοίλωμα
2. το μέρος της ραφής τών οστών του κρανίου, η εντομή του κρανίου
αρχ.-μσν.
υποκρισία, ανειλικρίνεια
αρχ.
1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)
2. (για χρησμό) ασάφεια, αμφιβολία
3. το κοίλωμα στο κέντρο του σώματος του σκορπιού που περιέχει το δηλητήριο
4. φρ. «διπλόη τῆς ψυχῆς» — μειονέκτημα, έλλειψη.