ζηλήμων

From LSJ
Revision as of 20:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλήμων Medium diacritics: ζηλήμων Low diacritics: ζηλήμων Capitals: ΖΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: zēlḗmōn Transliteration B: zēlēmōn Transliteration C: zilimon Beta Code: zhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ζηλέω) jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλήμων -ον [ζῆλος] jaloers, afgunstig:. ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων bij uitstek afgunstig (van de goden) Od. 5.118.

Russian (Dvoretsky)

ζηλήμων: 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; Διόνυσος Anth.).

English (Autenrieth)

(ζῆλος): jealous, grudging, Od. 5.118†.

Greek Monolingual

ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].

Greek Monotonic

ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7· πρβλ. δύσζηλος.

Middle Liddell

ζηλήμων, ονος, ζηλέω
jealous, Od.