ἐπιδανείζω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
lend money on property already mortgaged, D.35.22, PPetr.3p.41 (iii B.C.); ἐ. ἐπὶ κτήμασι Arist.Oec.1347a1; ἱερατικὰς προσόδους ἐ. PGnom.184 (ii A.D.):—Med., borrow on property already mortgaged, D.34.6, Syngr. ap. eund.35.11: metaph., ἐπιδανείζεσθαι χρόνον παρὰ τῆς τύχης εἰς ἄδοξον βίον Plu.Brut.33.
German (Pape)
[Seite 934] noch dazu, zur zweiten Hypothek leihen, Dem. 35, 22; im med. sich borgen, 34, 6; vgl. B. A. 259; übh. = δανείζω, z. B. ἐπὶ κτήμασι Arist. oec. 2, 3, übtr. παρὰ τῆς τύχης χρόνον εἰς ἄδοξον βίον Plut. Brut. 33.
French (Bailly abrégé)
prendre une seconde hypothèque sur un bien;
Moy. ἐπιδανείζομαι emprunter sur un bien déjà hypothéqué.
Étymologie: ἐπί, δανείζω.
Greek Monolingual
ἐπιδανείζω (Α)
δανείζω χρήματα ενυποθηκεύοντας κτήμα («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐπιδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδᾰνείζω:
1 давать ссуду под уже заложенное имущество (ἐ. χρήματα παρὰ τὴν συγγραφήν Dem.);
2 давать взаймы (ἐπὶ κτήμασιν Arst.);
3 med. получать ссуду под залог уже заложенного имущества (ἐ. τετρακισχιλίας δραχμὰς παρά τινος Dem.): παρὰ τῆς τύχης χρόνον ἐ. εἴς τι погов. Plut. расточать время на что-л.
Middle Liddell
fut. σω
to lend money on property already mortgaged, Dem.:—Mid. to borrow on such property, Dem.