συβώτης
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
ου, ὁ, (σῦς, βόσκω) swineherd, Od.4.640, 14.420, Hdt.2.47,48, Pl.R.373c, etc.
German (Pape)
[Seite 961] ὁ, Sauhirt, Schweinehirt; Od. 4, 640 u. öfter; Her. 2, 47. 48; Plat. Theaet. 174, d; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gén. épq. -εω;
gardeur de pourceaux, porcher.
Étymologie: σῦς, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συβώτης -ου, ὁ [σῦς, βόσκω] ep. gen. -εω Od. 14.459, zwijnenhoeder.
Russian (Dvoretsky)
σῠβώτης: ου, эп. εω ὁ свинопас Hom., Her., Plat.
English (Autenrieth)
(βόσκω), -εω: swineherd. (Od.)
Greek Monolingual
και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -βώτης / -βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο-βώτης / ἱππο-βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)].
Greek Monotonic
σῠβώτης: -ου, ὁ (σῦς, βόσκω), χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβώτης: -ου, ὁ, (σῦς, βόσκω) χοιροβοσκός, Ὀδ. Δ. 640, Ξ. 420, Ἡρόδ. 2. 47, 48, Πλάτ., κλπ.· πρβλ. συβότης, ὑφορβός.
Middle Liddell
σῠ-βώτης, ου, ὁ, [σῦς, βόσκω
a swineherd, Od., Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=χοιροβοσκός). Ἀπό τό σῦς, συός (=γουρούνι) + βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
Armenian: խոզապահ; Aromanian: purcar; Basque: txerrizain, urdezain; Belarusian: свінапас, свінар, свінарка; Bulgarian: свинар, свинарка; Catalan: porquerol, porquer; Dutch: varkenshoeder, zwijnenhoeder; Finnish: sikopaimen; French: porcher, porchère; Galician: porqueiro, porqueira; German: Schweinehirt, Schweinehirte, Schweinehirtin, Schweinehüter, Schweinehüterin; Ancient Greek: συβώτης, συβώτρια, συοβαύβαλος, συοβόσκης, συοβοσκός, συοτρόφος, συοφορβός, συφορβός, ὑοβοσκός, ὑοφορβός, ὑφορβός, χοιροβοσκός; Hungarian: kanász, kondás, disznópásztor; Irish: muicí; Old Irish: muccaid; Italian: porcaio; Latin: subulcus, porcarius; Macedonian: свињар, свињарка; Middle English: swynherde; Occitan: porquièr; Old East Slavic: свинопасъ; Old English: swīnhierde; Old Ruthenian: свинопасъ; Plautdietsch: Schwienshoad; Polish: świniopas, świniarz, świniarka; Portuguese: porqueiro, porcariço; Romanian: porcar, porcăreasă; Russian: свинопас, свинарь, свинарка; Serbo-Croatian Cyrillic: свѝња̄р, свиња̀рица; Roman: svìnjār, svinjàrica; Slovak: sviniar; Spanish: porquero, porquera; Swedish: svinaherde; Turkish: domuz çobanı; Ukrainian: свинопас, свинар, свинарка; Venetian: porchèr, porcàr; Welsh: meichiad