ἀβελτερία

From LSJ
Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβελτερία Medium diacritics: ἀβελτερία Low diacritics: αβελτερία Capitals: ΑΒΕΛΤΕΡΙΑ
Transliteration A: abeltería Transliteration B: abelteria Transliteration C: avelteria Beta Code: a)belteri/a

English (LSJ)

ἡ, silliness, fatuity, Pl.Tht.174c, Smp.198d, D.19.98, Arist.Pol.1315a3, etc.; ἀβελτερία καὶ νωθρότης Id.Rh.1390b30; pl., Phld. Lib.p.41O.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -τηρία Thphr.Fr.146, Hld.9.7.2, Chrys.M.59.749
1 simpleza ἐγὼ ... ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην Pl.Smp.198d
simpleza, tonteríaἀσχημοσύνη δεινὴ ... δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que hace el efecto de tontería Pl.Tht.174c, cf. D.19.98, Aeschin.1.71, Arist.Pol.1315a3, Rh.1390b30, Thphr.l.c., D.Chr.32.47, Phld.Lib.fr.87.9, Hld.l.c., τῶν πολιτῶν Porph.Marc.1.
2 crist. maldad, depravación negada al hombre antes de la caída, Chrys.M.59.749, Ps.Caes.218.449.

German (Pape)

[Seite 2] ἡ, Thorheit, Einfalt, ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν Plat. Conv. 198 d; mit νωθρότης verb. Arist. rhet. 2, 17; ὥστ' εἰ ταῦθ' ὑπ' ἀβ. ἢ δι' εὐήθειαν ἢ δι' ἄλλην ἄγνοιαν ἡντινοῦν πέπρακται Dem. 19, 98; πολλῆς ἀβελτερίας ἐστίν Aesch. 1, 71. Sehr oft bei Plut., z. B. Poplic. 3, die erheuchelte Einfalt des Brutus, und in Vbdg mit ἀμαθία und ähnlichen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sottise, ignorance.
Étymologie: ἀβέλτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀβελτερία:глупость, тупоумие Plat., Arst., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβελτερία: ἡ, εὐήθεια, μωρία, ἀνοησία, νωθρότης, Πλάτ. Θεαίτ. 174. C, Συμπ. 198 D, κλπ. (ὁ ἐσφαλμένος τύπος ἀβελτηρία κοινὸς ἐν μεταγ. χειρογράφ. ἀφείθη ἀδιόρθωτος ὑπὸ Βέκκ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11. 26).

Greek Monotonic

ἀβελτερία: ἡ, ανοησία, κουταμάρα, αφέλεια, νωθρότητα, μωρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

silliness, stupidity, fatuity, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνοησία, ἁπλοϊκότητα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀβέλτερος (α + βέλτερος = μηδαμινός, ἀνόητος, βλάκας).