περίτροχος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροχος Medium diacritics: περίτροχος Low diacritics: περίτροχος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: perítrochos Transliteration B: peritrochos Transliteration C: peritrochos Beta Code: peri/troxos

English (LSJ)

περίτροχον
A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.Fr.124; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.
II neut.pl.as adverb, = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.

German (Pape)

[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.

Russian (Dvoretsky)

περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.

English (Autenrieth)

round, Il. 23.455†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Greek Monotonic

περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

περί-τροχος, ον,
circular, round, Il.