κάθαιμος

From LSJ
Revision as of 13:26, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθαιμος Medium diacritics: κάθαιμος Low diacritics: κάθαιμος Capitals: ΚΑΘΑΙΜΟΣ
Transliteration A: káthaimos Transliteration B: kathaimos Transliteration C: kathaimos Beta Code: ka/qaimos

English (LSJ)

ον, bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout sanglant.
Étymologie: κατά, αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.

Russian (Dvoretsky)

κάθαιμος:
1 покрытый кровью, окровавленный (τραύματα Eur.);
2 кровавый (σῖτα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.

Greek Monolingual

κάθαιμος, -ον (Α)
γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. έναιμος, σύναιμος].

Greek Monotonic

κάθαιμος: -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κάθ-αιμος, ον αἷμα
bloodstained, bloody, Eur.