φαρμακάω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A suffer from the effect of drugs or charms, D.46.16, Theophrastus Fragmenta 105, Plu.2.1016e, etc.
II require a remedy, Luc.Lex. 4.
German (Pape)
[Seite 1255] 1) an empfangenem Gifte leiden, davon ungesund und seines Verstandes nicht mehr mächtig sein, betäubt sein; Dem. 46, 16; Plut. adv. Col. 28. – 2) nach Arznei Verlangen haben, Luc. Lexiph. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
1 avoir l'esprit troublé;
2 avoir besoin de remèdes.
Étymologie: φάρμακον.
Russian (Dvoretsky)
φαρμακάω:
1 досл. страдать последствиями отравления, перен. быть не в своем уме Dem., Plut.;
2 нуждаться в лекарстве: τὰ ὄμματά μοι φαρμακᾷ Luc. глаза мои требуют примочек.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκάω: πάσχω ἐκ πόσεως φαρμάκου, δηλητηρίου, φαρμακῶν, ὁ ὑπὸ φαρμάκων βεβλαμμένος, Δημ. 1133. 26, Θεοφρ. Ἀποσπ. 105 Πλούτ. 2. 1016Ε, κλπ. ΙΙ. ἔχω ἀνάγκην φαρμάκου, ἰατρικοῦ Λουκ. Λεξιφάν. 4· ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε τομάω.
Greek Monotonic
φαρμᾰκάω: (φάρμακον), υποφέρω από την επίδραση δηλητηρίου, είμαι άρρωστος ή αλλόφρων, σε Δημ.
Middle Liddell
φαρμᾰκάω, φάρμακον
to suffer from the effect of poison, to be ill or distraught, Dem.