πέταμαι

From LSJ
Revision as of 09:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτᾰμαι Medium diacritics: πέταμαι Low diacritics: πέταμαι Capitals: ΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: pétamai Transliteration B: petamai Transliteration C: petamai Beta Code: pe/tamai

English (LSJ)

= πέτομαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 604] = πέτομαι; Pind. N. 6, 50 P. 8, 94; κάπνος ὀρόφους πέταται, Eur. Ion 90; πέτασσαι, Anacr. 24, 6; u. in späterer Prosa, wie S. Emp. adv. geom. 16; vgl. Luc. Pseudol. 29.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέταμαι zie πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πέτᾰμαι: Pind. (только praes.) = πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πέτᾰμαι: πέτομαι, ὃ ἴδε.

English (Slater)

πέτᾰμαι (πέταται: aor. πτάμεναι: πέτεται pro πέταται coni. Nauck, Schr.) fly, soar met. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.90) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48) ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων) *fr. 107a. 4.* νεάνιδες πολλάκι ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 4. test., Plato, Theaet., 173e, ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (v.l. πέταται) fr. 292.

Greek Monolingual

Α
βλ. πέτομαι.

Greek Monotonic

πέτᾰμαι: = πέτομαι, βλ. το επόμ.