ὑπεκπροθέω

From LSJ
Revision as of 19:15, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροθέω Medium diacritics: ὑπεκπροθέω Low diacritics: υπεκπροθέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΘΕΩ
Transliteration A: hypekprothéō Transliteration B: hypekprotheō Transliteration C: ypekprotheo Beta Code: u(pekproqe/w

English (LSJ)

run forth from under, outstrip, Ἄτη . . πάσας (sc. τὰς Αιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο . . τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα running on before, 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506.

French (Bailly abrégé)

s'élancer du fond ou de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser ou atteindre qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προθέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροθέω: выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπροθέω: ὑπεκτρέχω, κάτωθεν προτρέχω, Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων».

English (Autenrieth)

run on before, outrun. Il. 9.506.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω
2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)].

Greek Monotonic

ὑπεκπροθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω από κάτω προς τα εμπρός, ξεπερνώ κάποιον, αφήνω πίσω μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προπορεύομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run forth from under, outstrip, Il.:—absol. to run on before, Hom.