κατακνάω
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
A scrape away, ἀπόκριναι... εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with…, Ar. V.965; κατακνήσας (κατακνίσας codd.) [τοῦ κηροῦ] τὸ λευκόν Dsc.2.83:—Pass., κατακνησθείην Ar.Eq.771; κηρὸς κατακεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022.
2 v. κατακνίζω II.3.
German (Pape)
[Seite 1354] (s. κνάω), zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας Ar. Vesp. 965; Pass., Jucken empfinden.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 gratter, racler;
2 couper en petits morceaux ; partager, distribuer.
Étymologie: κατά, κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κνάω afschrapen. overal krabben, in tmesis:. κατὰ μὲν χρόα πάντ’ ὀνύχεσσι... κνάσαιο moge jij met je nagels je hele lichaam krabben Theocr. 7.109.
Russian (Dvoretsky)
κατακνάω: досл. сцарапывать, соскребать, перен. утаивать в свою пользу (τί τινι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακνάω: καταξέω, τέμνω καὶ μερίζω, ἀπόκριναι…, εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἄλαβες, ἂν δὲν διένειμας ἢ κατέξευσας τοὺς τυροὺς διὰ τῆς τυροκνήστεως, Ἀριστοφ. Σφ. 965∙- ὡσαύτως, -κναίω, Θεμίστ. 562Β. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ κατακνίζω.
Greek Monotonic
κατακνάω: μέλ. -κνήσω, αποξύνω, απομακρύνω, διώχνω, σε Αριστοφ.